Ουλωτικές Αλωπεκίες

Ο όρος Ουλωτική Αλωπεκία χρησιμοποιείται προκειμένου να περιγράψει ένα σύνολο ετερογενών νοσημάτων τα οποία έχουν ως κοινό χαρακτηριστικό την καταστροφή του τριχοθυλακίου και αντικατάστασή του με ουλώδη ιστό.

Η καταστροφή που προκαλείται έχει ως αποτέλεσμα τη μόνιμη απώλεια μαλλιών.

Οι ουλωτικές μορφές τριχόπτωσης απαντούν στο σύνολό τους σε ποσοστό περίπου 7% των ασθενών με αλωπεκία και είναι δυνατόν να εμφανιστούν σε κατά τα άλλα υγιής άνδρες και γυναίκες όλων των ηλικιών.

Σε μία μεμονωμένη θεώρηση, το ποσοστό εμφάνισης για κάθε μία από τις παθήσεις που συγκαταλέγονται στην κατηγορία των ουλωτικών αλωπεκιών είναι εξαιρετικά μικρό.

Στις περισσότερες περιπτώσεις η απώλεια τριχών παίρνει την μορφή μικρών κηλίδων που επεκτείνονται με το χρόνο και οι οποίες διαφέρουν από τις αντίστοιχες της γυροειδής αλωπεκίας από την τραχύτητα που παρουσιάζουν στα άκρα.

Σε κάποιες περιπτώσεις είναι ασυμπτωματικές και εξελίσσονται σταδιακά, ενώ σε άλλες έχουν γρήγορη εξέλιξη και συνοδεύονται από αίσθημα καύσου, κνησμό ή πόνο.

Οι προσβεβλημένες περιοχές είναι δυνατόν να εμφανίσουν ερυθρότητα, απολέπιση, ελαττωμένη ή αυξημένη, μελάχρωση, φλυκαινίδια και συρίγγια.

Πρόσφατες μελέτες φαίνεται ότι εντοπίζουν τα αίτια της ουλωτικής αλωπεκίας σε μη αναστρέψιμη βλάβη των επιθηλιακών αρχέγονων θυλακικών κυττάρων (eHFSC), τα οποία βρίσκονται στη θέση « the bulge » του τριχικού θύλακα.

Ανάλογα πάντως με τη φύση του αιτίου που προκαλεί αυτού του είδους τις αλωπεκίες μπορούμε να τις διακρίνουμε σε πρωτοπαθείς και δευτεροπαθείς.

Στην πρώτη περίπτωση η αιτία είναι ενδογενής, με τα τριχοθυλάκια να καταστρέφονται μέσω κάποιας φλεγμονώδους διεργασίας.

Στη δεύτερη περίπτωση η καταστροφή του θύλακα της τρίχας προέρχεται από κάποιο εξωτερικό παράγοντα όπως κάποιο τραύμα, έγκαυμα ή νεοπλασία.

Οι πρωτοπαθείς ουλωτικές αλωπεκίες απαντούν σε ποσοστό 3,2% των ατόμων με αλωπεκία.

Σε σχέση με τον τύπο των κυττάρων που καταστρέφουν τα τριχοθυλάκια διακρίνονται σε:

Α. Λεμφοκυτταρικές

Β. Ουδετεροφιλικές

Γ. Μεικτές

  • Η κλινική εικόνα που παρουσιάζει ο ασθενής είναι δυνατόν να δώσει κάποιες ενδείξεις σε σχέση με τη διάγνωση των ουλωτικών αλωπεκιών. Προκειμένου ωστόσο ο γιατρός να έχει πλήρη εικόνα και να προσδιοριστεί η συγκεκριμένη μορφή της νόσου, πραγματοποιούνται μία ή περισσότερες βιοψίες κατά τις οποίες ελέγχεται η καταστροφή των τριχοθυλακίων, η ύπαρξη ουλώδους ιστού βαθιά στο δέρμα, καθώς και η πιθανή παρουσία και θέση της φλεγμονής σε σχέση με τα τριχοθυλάκια.

Με δεδομένο ότι η αντιμετώπιση των ουλωτικών αλωπεκιών είναι δύσκολη μετά την εγκατάστασή τους, η θεραπεία τους έχει ως στόχο την επιβράδυνση ή διακοπή της φλεγμονώδους διεργασίας πριν από αυτήν την εγκατάσταση. Λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι αυτού του είδους οι αλωπεκίες είναι δυνατόν να οδηγήσουν σε μεγάλη ζημιά ή μόνιμη απώλεια μαλλιών η θεραπείες που χρησιμοποιούνται είναι αρκετά επιθετικές. Η επιλογή τους εξαρτάται από τη διάγνωση και περιλαμβάνουν κορτικοστεροειδή, αντιβιοτικά, ανθελονοσιακά και ισοτρετινοΐνη φάρμακα.

Σε ορισμένες περιπτώσεις και αν η απώλεια μαλλιών έχει σταματήσει για κάποια χρόνια υπάρχει η δυνατότητα χειρουργικής αντιμετώπισης.

Οι δύο πιο συνηθισμένες αιτίες ουλωτικής αλωπεκίας είναι ο Θυλακικός Λειχήνας και ο Δισκοειδής Ερυθυματώδης Λύκος.

Αποτελεί το συχνότερο αίτιο αλωπεκίας ουλωτικής μορφής. Εμφανίζεται σε άτομα μέσης ηλικίας(40 – 60 ετών) ενώ απαντά περισσότερο στις γυναίκες σε σχέση με τους άντρες. Σπάνια εμφανίζεται στην παιδική ηλικία. Σε ποσοστό 17 – 50% τον συναντάει κανείς σε συνδυασμό με πιο κοινές μορφές του ομαλού λειχήνα.

Η αιτιολογία είναι άγνωστη ωστόσο θεωρείται αυτοάνοση διαταραχή.

Κλινικά εμφανίζεται με τη μορφή αποψιλωτικών πλακών με ερύθημα και υπερθυλακική υπερκεράτωση. Σε ορισμένες περιπτώσεις δεν υπάρχουν συμπτώματα ενώ κάποιες φορές είναι δυνατόν η απώλεια μαλλιών να συνοδεύεται από κνησμό ή δυσφορία.

Η θεραπεία στοχεύει στην επιβράδυνση της απώλειας μαλλιών και την μείωση των συμπτωμάτων και γίνεται κυρίως με κορτικοστεροειδή που χορηγούνται είτε από στόματος είτε τοπικά.

Είναι η δεύτερη σε συχνότητα αιτία αλωπεκίας ουλωτικής μορφής. Πρόκειται για αυτοάνοσο νόσημα άγνωστης αιτίας, του οποίου η έναρξη εντοπίζεται κυρίως σε ηλικίες 20 – 40 ετών , και απαντά συχνότερα στις γυναίκες. 5% των περιπτώσεων εξελίσσεται σε Συστηματικό Ερυθυματώδη Λύκο.

Κλινικά απαντά σε δισκοειδείς ερυθηματώδης πλάκες με παρουσία θυλακικών βυσμάτων και υποχρωμία ή υπερμελάχρωση, ατροφία και ευρυαγγείες.

Η θεραπεία συμπεριλαμβάνει προστασία από την ηλιακή ακτινοβολία μαζί με υδροξυχλωροκίνη, τοπικά και συστηματικά στεροειδή, μινοξιδίλη και ανοσοκατασταλτικά φάρμακα.

This site is registered on wpml.org as a development site.