Γυναικεία Τριχόπτωση και Εμμηνόπαυση
Η περίοδος της εμμηνόπαυσης σηματοδοτεί το τέλος της αναπαραγωγικής ηλικίας μίας γυναίκας και νοείται ως αυτή η οποία ξεκινάει ένα χρόνο μετά το τέλος την έμμηνου ρύσεως.
Η περίοδος αυτή σε αρκετές περιπτώσεις φέρνει μαζί της πολλά νέα δεδομένα. Ανάμεσα σε αυτά συγκαταλέγεται και η λέπτυνση των μαλλιών που μπορεί να συνοδεύεται από πιθανή απώλειά τους.
Αν και η τριχόπτωση κατά τη διάρκεια της εμμηνόπαυσης συνδέεται άμεσα με την αλλαγή στα επίπεδα των ορμονών κατά τη διάρκεια της παραπάνω περιόδου, παράγοντας ο οποίος σαφώς και ενοχοποιείται για το μεγαλύτερο μέρος των περιπτώσεων απώλειας μαλλιών.
Δεν θα πρέπει κανείς να παραβλέψει άλλες αιτίες που σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό μπορούν να θεωρηθούν υπεύθυνες για κάποιες από τις περιπτώσεις τριχόπτωσης.
Γυναικεία Τριχόπτωση και ορμονικές αλλαγές κατά την περίοδο της εμμηνόπαυσης-
Η απώλεια μαλλιών δεν είναι ένα από τα πρώτα συμπτώματα της εμμηνόπαυσης που θα σκεφτόντουσαν οι περισσότερες γυναίκες καθώς πρόκειται για μία περίοδο που έχει συσχετιστεί περισσότερο με τις εξάψεις, τις μεταβολές στη διάθεση και την αύξηση του σωματικού βάρους.
Όπως και όλα τα παραπάνω, έτσι και η αποδυνάμωση των μαλλιών, μαζί με την πιθανή τριχόπτωση, έρχεται ως αποτέλεσμα των ορμονικών μεταβολών που λαμβάνουν χώρα στο γυναικείο σώμα κατά την εμμηνόπαυση και απαντάται σε ποσοστό κοντά στο 40%.
Η βασική ορμονική αλλαγή έγκειται στην μείωση των επιπέδων των οιστρογόνων, η οποία αποτελεί και την κύρια αιτία της εξασθένησης της τριχοφυΐας καθώς επιδρά στον κύκλο ανάπτυξης των μαλλιών.
Πιο συγκριμένα τα οιστρογόνα συντελούν στο να διατηρηθούν τα μαλλιά στη φάση της ανάπτυξης για περισσότερο διάστημα.
Η μείωσή τους έχει ως αποτέλεσμα η παραπάνω φάση του κύκλου να γίνεται πιο σύντομη.
Ενώ κατά τη διάρκεια της εμμηνόπαυσης τα οιστρογόνα μειώνονται, παρατηρείται αύξηση των επιπέδων των ανδρογόνων.
Αυτή η μεταβολή δεν οδηγεί απαραίτητα σε τριχόπτωση συντελεί ωστόσο στη λέπτυνση της τρίχα που έχει ως αποτέλεσμα σημαντική πολλές φορές μείωση στον όγκο των μαλλιών.
Οι παραπάνω ορμονικές μεταβολές μπορούν να οδηγήσουν σε λέπτυνση της τρίχα ή σε τριχόπτωση ανάλογα με τη γενετική προδιάθεση κάθε ατόμου.
Άλλοι παράγοντες κινδύνου-
Στη μικρότερη ή μεγαλύτερη απώλεια μαλλιών κατά τη διάρκεια της εμμηνόπαυσης μπορούν να συμβάλλουν και άλλοι παράγοντες οι οποίοι συνδέονται – άλλοτε περισσότερο και άλλοτε λιγότερο με την υγεία των μαλλιών και οι οποίοι θα πρέπει να ληφθούν υπόψη πριν από οποιαδήποτε προσπάθεια θεραπείας.
Τέτοιοι παράγοντες είναι το στρες, διατροφικές συνήθειες με αρνητικές επιπτώσεις για τα μαλλιά, ορμονικές διαταραχές, όπως αυτές του θυρεοειδούς αδένος
Θεραπεία Ορμονικής Υποκατάστασης-
Η Θεραπεία Ορμονικής υποκατάστασης συνίσταται στην επιστροφή των επιπέδων των οιστρογόνων κοντά στα προ εμμηνοπαυσιακά επίπεδα έχοντας ως αποτέλεσμα την ανακούφιση από τα δυσάρεστα συμπτώματα της εμμηνόπαυσης και την πρόληψη της οστεοπόρωσης.
Σε αρκετές περιπτώσεις η θεραπεία ορμονικής υποκατάστασης είναι δυνατόν να βοηθήσει στην αντιμετώπιση των δυσάρεστων συνεπειών της μείωσης των οιστρογόνων για τα μαλλιά.
Θα πρέπει ωστόσο να λάβει κανείς υπόψη του ότι σε μία τέτοια περίπτωση δεν είναι όλες οι θεραπείες κατάλληλες καθώς σε ορισμένες περιπτώσεις η κατάσταση είναι δυνατόν να επιδεινωθεί.
Κρίνεται, λοιπόν, απαραίτητο αν αντιμετωπίζει κανείς πρόβλημα τριχόπτωσης, να το συμπεριλάβει στο ιστορικό του κατά τη συζήτηση με το γιατρό.
Τι θα πρέπει να προσέξετε-
Η τριχόπτωση, ειδικά στα πρώιμα στάδια, είναι αναστρέψιμη.
Είναι πολύ σημαντικό λοιπόν αν παρατηρήσετε μεγαλύτερη απώλεια μαλλιών από τα φυσιολογικά επίπεδα να απευθυνθείτε σε ειδικό γιατρό προκειμένου να κατανοήσει τους λόγους της απώλειας μαλλιών και να ελέγξει την κατάσταση.
Στο επίπεδο της θεραπείας θα πρέπει να έχετε υπομονή καθώς η αποκατάσταση των μαλλιών είναι μία διαδικασία η οποία απαιτεί χρόνο.
Οι θεραπείες που είναι διαθέσιμες σήμερα συνίστανται στην ελάττωση του ρυθμού απώλειας μαλλιών και την κάλυψη των προβληματικών περιοχών, ενώ η επιλογή αυτής που θεωρείται κατάλληλη εξαρτάται από την αιτία και την έκταση του προβλήματος καθώς και την ανταπόκριση του ίδιου του ασθενή